ιμπεριαλίστρια


ιμπεριαλίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
ιμπεριαλίστρια └γαλλ┘ impérialiste

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιμπεριαλίστρια

✦ θηλ. ιμπεριαλίστρια ο οπαδός του ιμπεριαλισμού ή αυτός που εφαρμόζει πολιτική ιμπεριαλισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.