ιμάντας


ιμάντας
Προφορά

Ετυμολογία
ιμάντας αρχαία ελληνική ἱμάς, από το άχρ. ρ. ἱμαίνω (= δένω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιμάντας

✦ μακριά και στενή δερμάτινη ή από άλλο υλικό λουρίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.