ιλιγγιώδης


ιλιγγιώδης
Προφορά

Ετυμολογία
ιλιγγιώδης ίλιγγος + κατάλ. -ώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ιλιγγιώδης -ης, -ες

✦ που προκαλεί ίλιγγο, ζάλη: ιλιγγιώδες ύψος – ιλιγγιώδης ταχύτητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ιλιγγιωδώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.