ζωή
Προφορά
Ετυμολογία
ζωή αρχαία ελληνική ζωή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ζωή
✦ η κατάσταση κατά την οποία ένα ενόργανο ον μπορεί να διατρέφεται, να αναπτύσσεται, να αναπαράγεται και να αντιδρά σε ερεθίσματα: αν ημπόρειαν οι κλάψες πεθαμένου να δώσουν ζωή (Διον. Σολωμός)
✦ η διάρκεια του βίου από τη γέννηση ως το θάνατο ενός όντος
✦ συνήθ. στον πληθ. η ύπαρξη, ο άνθρωπος: κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές (Διον. Σολωμός)
✦ το σύνολο των γεγονότων, των περιστάσεων, των ασχολιών κατά τη διάρκεια του βίου
✦ το σύνολο των διδαγμάτων της πείρας
✦ ο τρόπος της διαβίωσης
✦ τα μέσα της επιβίωσης
✦ η διάρκεια της ύπαρξης, της λειτουργίας μηχανισμού, οργανισμού, συνόλου κτλ.
✦ (μτφ. ) ζωντάνια, ζωτικότητα
✦ αιώνια ζωή, η μετά θάνατον επιβίωση (η κηρυσσόμενη από τις θρησκείες)
✦ η άλλη ζωή, η μεταθανάτια
✦ φρ. εφ’ όρου ζωής, σε όλη τη διάρκεια του βίου
✦ φρ. ζωή και κότα κ. ζωή χαρισάμενη, χωρίς φροντίδες, ξένοιαστα
✦ φρ. κάνει τη ζωή του, ζει όπως θέλει (αδιαφορώντας για κοινωνικές συμβατικότητες)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
θάνατος, νέκρα
Επιρρήματα
–