επιγένεση


επιγένεση
Προφορά

Ετυμολογία
επιγένεση επί + γένεση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επιγένεση

(βιολ.) θεωρία κατά την οποία η διάπλαση ενός νέου οργανισμού από το γονιμοποιημένο ωάριο γίνεται με νέους διαδοχικούς σχηματισμούς, χωρίς να υπάρχει στα γεννητικά κύτταρα η πρωταρχική πολυμορφία των δομών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.