εξηκοντούτις


εξηκοντούτις
Προφορά

Ετυμολογία
εξηκοντούτις αρχαία ελληνική ἑξηκοντούτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εξηκοντούτις

✦ θηλ. εξηκοντούτις, -ιδος ο ηλικίας εξήντα ετών, εξηντάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.