εκπηγάζω


εκπηγάζω
Προφορά

Ετυμολογία
εκπηγάζω εκ + πηγάζω

Ερμηνεία
ρήμα εκπηγάζω

✦ πηγάζω από κάτι, απορρέω, προέρχομαι: ο νόμος της ελευθερίας εκπηγάζει από τον αρχαίο ελληνικό λόγο (Κ. Τσάτσος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.