εκπέμπω
Προφορά
Ετυμολογία
εκπέμπω αρχαία ελληνική ἐκπέμπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκπέμπω
✦ στέλνω προς τα έξω, διαχύνω: ο ήλιος εκπέμπει θερμότητα
✦ αναδίδω: αυτός ο άνθρωπος εκπέμπει ακτινοβολία
✦ (ειδ.) μεταδίδω ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–