εκπεφρασμένος


εκπεφρασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
εκπεφρασμένος – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
εκπεφρασμένος

✦ -η, -ο μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. εκφράζω· που έχει εκφρασθεί: εκπεφρασμένη γνώμη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.