εκπίπτω
Προφορά
Ετυμολογία
εκπίπτω αρχαία ελληνική ἐκπίπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκπίπτω
✦ πέφτω χαμηλά, ή πέφτω έξω
✦ (μτφ. ) χάνω την αξία μου, γίνομαι έκπτωτος, ξεπέφτω
✦ (μτφ. ) εξαχρειώνομαι
✦ (μτβ.) αφαιρώ από την αξία ή από τα οφειλόμενα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–