εισπνέω


εισπνέω
Προφορά

Ετυμολογία
εισπνέω αρχαία ελληνική εἰσπνέω

Ερμηνεία
ρήμα εισπνέω

✦ εισάγω στον οργανισμό μου με την αναπνοή: οι Αθηναίοι συνήθισαν πια να εισπνέουν δηλητήριο

Συνώνυμα

Αντίθετα
εκπνέω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.