εικοσάρικος
Προφορά
Ετυμολογία
εικοσάρικος εικοσάρης
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εικοσάρικος -η, -ο
✦ αυτός που έχει αξία είκοσι μονάδων, λεπτών ή δραχμών
✦ που έχει ηλικία είκοσι χρόνων: εικοσάρικα παιδιά
✦ που έχει χωρητικότητα είκοσι μονάδων
✦ ουδ. εικοσάρικο ως ουσ. νόμισμα αξίας είκοσι δραχμών, εικοσάδραχμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–