εικονοστάσιο
Προφορά
Ετυμολογία
εικονοστάσιο μεταγενέστερη ελληνική εἰκονοστάσιον
Ερμηνεία
εικονοστάσιο
✦ (Κ εικονοστάσιον) θέση, συνήθως υαλόφρακτη, όπου τοποθετούνται τα εικονίσματα στα σπίτια: εικονοστάσι, που ό,τι αγαπούσα τα ‘χει φυλαγμένα (Αθ. Κυριαζής)
✦ διάφραγμα από γλυπτό ξύλο ή από πέτρα που χωρίζει το Άγιο Βήμα από τον υπόλοιπο ναό
Συνώνυμα
τέμπλο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–