εικοσάρα


εικοσάρα
Προφορά

Ετυμολογία
εικοσάρα είκοσι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εικοσάρα

✦ θηλ. εικοσάρα που έχει ηλικία είκοσι χρόνων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.