δυσγενεσία


δυσγενεσία
Προφορά

Ετυμολογία
δυσγενεσία δυσ- + γένεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δυσγενεσία

(βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο η διασταύρωση ατόμων διαφορετικών ειδών δίνει απογόνους στείρους μεταξύ τους και γόνιμους με άτομα της πατρικής ή της μητρικής γενιάς, με τους οποίους δίνουν απογόνους οριστικά στείρους

Συνώνυμα

Αντίθετα
ευγενεσία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.