δούλεψη


δούλεψη
Προφορά

Ετυμολογία
δούλεψη μεταγενέστερη ελληνική δούλευσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η δούλεψη

✦ εργασία, δουλειά: πέσανε με τα μούτρα στη δούλεψη της γης (Διδώ Σωτηρίου)
✦ υπηρεσία: για νά ‘μπουνε στη δούλεψη του βασιλιά της Πόλης (Κ. Παλαμάς)
✦ εκδούλευση
✦ αμοιβή εργασίας: και τη δούλεψή του αρνήθηκε να δώσει και τον έδιωξε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.