δουλεύτρα
Προφορά
Ετυμολογία
δουλεύτρα δουλεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δουλεύτρα
✦ εργάτης, που ζει από τη δουλειά του
✦ ο ικανός, ο άξιος στη δουλειά του: χήρα, δουλεύτρα, κάτω απ’ το λυχνάρι, στα κρύα νυχτέρια (Αθ. Κυριαζής) – κόβει το μυαλό τους κι είναι δουλευτάδες (Διδώ Σωτηρίου)
✦ αυτός που έχει την ικανότητα να κατεργάζεται κάτι, ειδικός τεχνίτης: φημισμένοι δουλευταί της πέτρας (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–