δράκισσα
Προφορά
Ετυμολογία
δράκισσα αρχαία ελληνική δράκων, πιθανόν από το δρακεῖν του ρήματος δέρκομαι (= βλέπω, παρατηρώ)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δράκισσα
✦ θηλ. δράκαινα κ. δράκισσα ανθρωποφάγο μυθικό τέρας, με μορφή ερπετού τεράστιων διαστάσεων, φτερά νυχτερίδας, αγκαθωτή ουρά, που βγάζει φλόγες από το στόμα, δράκοντας
✦ (μτφ. ) άνθρωπος αιμοβόρος
✦ (ειδ.) εγκληματίας που διαπράττει φόνους, παραμένει ασύλληπτος και προκαλεί τον πανικό: ο δράκος της παραλίας
✦ μωρό αβάφτιστο: ποιος το δράκο μας κουνά; (Ζ. Παπαντωνίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–