δοχείο


δοχείο
Προφορά

Ετυμολογία
δοχείο αρχαία ελληνική δοχεῖον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το δοχείο

✦ σκεύος πήλινο ή από άλλη ύλη, για ποικίλες χρήσεις, και κυρίως για την φύλαξη ρευστών ουσιών, αγγείο
✦ (ειδ.) το ουροδοχείο, αγγειό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.