δουλώνω


δουλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
δουλώνω αρχαία ελληνική δουλόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα δουλώνω

✦ κάνω κάποιον δούλο, στερώ την ελευθερία του: ιδανικά δανεισμένα από άλλους καταντούν να δουλώνουν, όχι να φτερώνουν τη σκέψη (Ι. Κακριδής)
✦ (συνεκδ.) κάνω κάποιον υποχείριο, υποτελή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.