δουλοπάροικος


δουλοπάροικος
Προφορά

Ετυμολογία
δουλοπάροικος δούλος + πάροικος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο δουλοπάροικος

✦ γεωργός υποτελής σε φεουδάρχη ή γαιοκτήμονα, κολίγος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.