δολερός


δολερός
Προφορά

Ετυμολογία
δολερός αρχαία ελληνική δολερός

Ερμηνεία
επίθετο┘ δολερός -ή, -ό

✦ δόλιος, πανούργος

Συνώνυμα
επίβουλος
Αντίθετα
άδολος
Επιρρήματα
δολερά:δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη (Κ. Βάρναλης) (Κ δολερώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.