δεσμευτικός


δεσμευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
δεσμευτικός αρχαία ελληνική δεσμευτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ δεσμευτικός -ή, -ό

✦ που συνεπάγεται δέσμευση, που επιβάλλει περιορισμούς: δεσμευτική διάταξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
δεσμευτικά (Κ δεσμευτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.