δεσμευτικός Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δεσμευτικόςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δεσμευτικός.mp3Ετυμολογίαδεσμευτικός αρχαία ελληνική δεσμευτικός Ερμηνεία└επίθετο┘ δεσμευτικός -ή, -ό ✦ που συνεπάγεται δέσμευση, που επιβάλλει περιορισμούς: δεσμευτική διάταξη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματαδεσμευτικά (Κ δεσμευτικώς)