δατισμός
Προφορά
Ετυμολογία
δατισμός αρχαία ελληνική δατισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δατισμός
✦ η χρήση στον γραπτό ή προφορικό λόγο ανύπαρκτων παθητικών τύπων ρημάτων τα οποία απαντούν μόνο στην ενεργητική φωνή (το να χρησιμοποιεί κάποιος τα ελληνικά όπως ο Δάτις στο Μαραθώνα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–