δασύστερνος


δασύστερνος
Προφορά

Ετυμολογία
δασύστερνος αρχαία ελληνική δασύστερνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δασύστερνος -η, -ο

✦ αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα στο στέρνο
✦ πληθ. ουδ. δασύστερνα ως ουσ., ζώα που έχουν πυκνό τρίχωμα στο στέρνο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.