δασόφυτος


δασόφυτος
Προφορά

Ετυμολογία
δασόφυτος δάσος + φύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ δασόφυτος -η, -ο

✦ ο κατάφυτος με δασική βλάστηση

Συνώνυμα
δασώδης, δασοσκέπαστος, δασοσκεπής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.