δασωμένος


δασωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
δασωμένος δασώνω

Ερμηνεία
δασωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο κατάφυτος με δασική βλάστηση: για δασωμένη ράχη, ξεκίνημα πρωινό (Ζ. Παπαντωνίου)
✦ που έχει πυκνό τρίχωμα, δασύτριχος: δασωμένα στήθη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.