γύρος


γύρος
Προφορά

Ετυμολογία
γύρος μεταγενέστερη ελληνική γῦρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γύρος

✦ κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος
✦ κυκλική κίνηση, περιστροφή
✦ περίπατος, περιδιάβαση
✦ χρονικό διάστημα κατά το οποίο διεξάγεται μια φάση συνομιλιών, διαπραγματεύσεων κτλ.: έληξε ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων
✦ (αθλητ.) αθλητική συνάντηση, αγώνας που επαναλαμβάνεται μετά από μικρής διάρκειας διάλειμμα
✦ (αθλητ.) αγώνας ταχύτητας ιδ. ποδηλάτων που μετά από διαδρομές καταλήγουν στο σημείο εκκίνησης: ποδηλατικός γύρος της Αθήνας
✦ είδος φαγητού από κομμάτια κρέατος που ψήνονται σε ειδική περιστρεφόμενη σούβλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.