γυρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
γυρεύω μεταγενέστερη ελληνική γυρεύω (= γυρίζω)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γυρεύω
✦ ζητώ, ψάχνω να βρω: σε γύρευα όλο το πρωί
✦ απαιτώ: να πας να γυρέψεις το δίκιο σου
✦ επιδιώκω: γυρεύει θέση
✦ επαιτώ, ζητιανεύω
✦ φρ. στον ουρανό το γύρευε, στη γη το βρήκε, για ανέλπιστη επιτυχία – τρέχα γύρευε ή γυρεύω ψύλλους στ’ άχερα, ψάχνω, αναζητώ μάταια
✦ (παροιμ.) τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; για κάποιον που αναμιγνύεται σε υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ενδιαφέρον ή αρμοδιότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–