γυρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
γυρίζω μεταγενέστερη ελληνική γυρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γυρίζω
✦ στρέφω
✦ κινώ κυκλικά, περιστρέφω
✦ αποδίδω οφειλόμενα: το ‘χει σύστημα, να μη γυρίζει ποτέ τα δανεικά
✦ περιφέρω: γύρισε το παιδί της σ’ όλους τους γιατρούς
✦ ανατρέπω
✦ κινηματογραφώ: η ταινία γυρίστηκε στα νησιά
✦ (αμτβ.) στρέφομαι, αλλάζω στάση, συμπεριφορά ή νοοτροπία: φρ. τα γύρισε
✦ στρέφομαι προς κάποιον ή προς την αντίθετη κατεύθυνση: και τότε το λίγο αγέρι που φυσά γυρίζει σε τραμουντάνα γερή (Ηλ. Βενέζης)
✦ περιπλανιέμαι, περιφέρομαι
✦ επανέρχομαι: γύρισε ύστερα από χρόνια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πηγαίνω
Επιρρήματα
–