γυναικωνίτης
Προφορά
Ετυμολογία
γυναικωνίτης αρχαία ελληνική γυναικωνίτις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο γυναικωνίτης
✦ διαμέρισμα του σπιτιού για τη διαμονή των γυναικών
✦ το τμήμα χριστιανικού ναού που προορίζεται για τις γυναίκες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανδρωνίτης
Επιρρήματα
–