γυναικουλίστικος
Προφορά
Ετυμολογία
γυναικουλίστικος γυναικούλα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γυναικουλίστικος -η, -ο
✦ που χαρακτηρίζει τη γυναικούλα, που ταιριάζει σε γυναικούλα, σε γυναίκα χωρίς προσωπικότητα: γυναικουλίστικη συμπεριφορά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–