γυναικομαστία


γυναικομαστία
Προφορά

Ετυμολογία
γυναικομαστία μεταγενέστερη ελληνική γυναικόμαστος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γυναικομαστία

(ιατρ.) αύξηση του μεγέθους των μαστών στον άνδρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.