βρικόλακας
Προφορά
Ετυμολογία
βρικόλακας └σλαβ┘ vrukolak
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βρικόλακας
✦ νεκρός που, σύμφωνα με λαϊκή πρόληψη, βγαίνει τις νύχτες από τον τάφο του, για να βλάψει τους ζωντανούς
✦ (μτφ. ) ο περιπλανώμενος τη νύχτα
✦ (μτφ. ) ο εκφραστής απαρχαιωμένων αντιλήψεων, ο φορέας ανεπιθύμητων καταστάσεων που ξεπεράστηκαν
Συνώνυμα
καταχανάς
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–