βρεφονηπιακός


βρεφονηπιακός
Προφορά

Ετυμολογία
βρεφονηπιακός βρέφος + νήπιον

Ερμηνεία
επίθετο┘ βρεφονηπιακός -ή, -ό

✦ ο προοριζόμενος για τα βρέφη και τα νήπια: βρεφονηπιακός σταθμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.