βρέχω
Προφορά
Ετυμολογία
βρέχω αρχαία ελληνική βρέχω (= μουσκεύω)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βρέχω
✦ υγραίνω κάτι, μουσκεύω, ιδ. βουτώ στο νερό: βρέχω τα μαλλιά μου – τα ρούχα – τη σκούπα
✦ διαβρέχω, μουσκεύω: το στρώμα δάκρυα βρέχω (δημ. τραγ.)
✦ ρίχνω βροχή: ας μη βρέξη ποτέ το σύννεφον (Α. Κάλβος) – Θεέ μου, βρέξε μια βροχή (δημ. τραγ.)
✦ πέφτω σαν βροχή
✦ στο γ΄ πρόσ. βρέχει, πέφτει βροχή
✦ φρ. πέρα βρέχει, είναι αδιάφορο – ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, για κάποιον που αδιαφορεί για οτιδήποτε συμβεί, ότι γίνει ας γίνει – του τις έβρεξα, βρέχομαι, (για νήπιο) κατουριέμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–