βούλιασμα


βούλιασμα
Προφορά

Ετυμολογία
βούλιασμα βουλιάζω

Ερμηνεία
βούλιασμα

✦ βύθιση, καταποντισμός
✦ λάκκος, βαθούλωμα: πέσανε σε βούλιαγμα
✦ καταστροφή οικονομική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.