βούλα


βούλα
Προφορά

Ετυμολογία
βούλα μεσαιωνική ελληνική βούλλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βούλα

✦ η σφραγίδα και το αποτύπωμά της
✦ έγγραφη και σφραγιστή άδεια
✦ επίσημο έγγραφο: παπική βούλα
✦ κηλίδα, στρογγυλό στίγμα
✦ εσοχή στο μάγουλο, λακκάκι
✦ μικρό τριγωνικό κομμάτι πεπονιού ή καρπουζιού, που κόβεται για δοκιμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.