βούλομαι


βούλομαι
Προφορά

Ετυμολογία
βούλομαι αρχαία ελληνική βούλομαι

Ερμηνεία
βούλομαι

✦ κ. βουλιέμαι ρ. (βουλήθηκα) θέλω, επιθυμώ: βουλήθηκε να κάμει γιοφύρι δίχως θέμελα (Ι. Ζερβός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.