βούληση


βούληση
Προφορά

Ετυμολογία
βούληση αρχαία ελληνική βούλησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βούληση

✦ η θέληση
✦ πρόθεση, σκοπός, νοητική δύναμη με την οποία ένα άτομο μπορεί να κατευθύνει τις σκέψεις και τις ενέργειές του προς την επίτευξη ενός σκοπού, τη λήψη απόφασης κτλ.: ελευθερία της βουλήσεως
✦ θέληση, επιθυμία: φρ. κατά βούλησιν, όπως θέλει ή όταν θέλει κάποιος
✦ πρόθεση, σκοπός: δεν υπάρχει πολιτική βούληση για την αναβάθμιση των σπουδών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.