βουλκάνος


βουλκάνος
Προφορά

Ετυμολογία
βουλκάνος └λατιν┘ Vulcanus (=ο θεός Ήφαιστος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βουλκάνος

✦ το ηφαίστειο: ξαφνικά σεισμός, βουλκάνοι με φωτιά κατεβατή (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.