βουλητικός


βουλητικός
Προφορά

Ετυμολογία
βουλητικός βούλομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ βουλητικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη βούληση
✦ (για πρόσ.) που έχει ισχυρή θέληση

Συνώνυμα
θεληματικός
Αντίθετα
άβουλος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.