βουλεβάρτο
Προφορά
Ετυμολογία
βουλεβάρτο └γαλλ┘ boulevard (=λεωφόρος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το βουλεβάρτο
✦ πλατιά, δενδροφυτευμένη λεωφόρος, κατάλληλη για περιπάτους
✦ (θεατρ.) ελαφρά κωμωδία με έξυπνο διάλογο και χαρακτήρες, κυρίως, από τον κόσμο της αστικής τάξης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–