βαϊοφόρος


βαϊοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
βαϊοφόρος μεταγενέστερη ελληνική βαϊοφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαϊοφόρος -ος, -ο

✦ που κρατά βάγια
✦ η βαϊοφόρος ως ουσ., στην αγιογραφία, η απεικόνιση της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα την Κυριακή των Βαΐων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.