βακχεύτρια


βακχεύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
βακχεύτρια αρχαία ελληνική βακχευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βακχεύτρια

✦ θηλ. βακχεύτρια ο κατεχόμενος από βακχική μανία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.