βακέτα Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply βακέταΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/βακέτα.mp3Ετυμολογίαβακέτα └ιταλ┘vacchetta (= δαμάλι) Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η βακέτα ✦ κατεργασμένο δέρμα δαμαλιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή στερεών, χοντρών και αδιάβροχων παπουτσιών Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–