βαθύφωνος


βαθύφωνος
Προφορά

Ετυμολογία
βαθύφωνος μεταγενέστερη ελληνική βαθύφωνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βαθύφωνος -η, -ο

✦ που έχει τη βαθύτερη κλίμακα της ανθρώπινης φωνής, μπάσος
✦ το ουδ. το βαθύφωνο(ν) ως ουσ., ξύλινο, πνευστό μουσικό όργανο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.