βάι
Προφορά
Ετυμολογία
βάι μεσαιωνική ελληνική βάι
Ερμηνεία
└επιφώνημα┘ βάι
✦ εκφραστικό λύπης, πόνου, με τη σημ. του αλίμονο· συχνά και επαναλαμβανόμενο: βάι βάι: βάι, μανούλα μ’ βάι – βάι βάι! κοίτα πώς κατάντησε ο δόλιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–