αυλακίζω


αυλακίζω
Προφορά

Ετυμολογία
αυλακίζω αρχαία ελληνική αὐλακιάζω

Ερμηνεία
αυλακίζω

✦ κ. αυλακίζω ρ. (αυλάκ-ιασα, -ιάστηκα, -ισμένος) ανοίγω αυλάκια
✦ διοχετεύω το νερό σε αυλάκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.